- παραγγελιοδότης
- ο , παραγγελιοδότις (-ιδος) η заказчи|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραγγελιοδότης — ο, θηλ. παραγγελιοδότρια (νομ.) άτομο που δίνει σε άλλον, στον παραγγελιοδόχο, εντολή να διενεργήσει εμπορικές πράξεις στο όνομα τού δεύτερου αλλά για λογαριασμό τού πρώτου έναντι αντιπαροχής, αλλ. παραγγελέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγγελία + δότης… … Dictionary of Greek
παραγγελιοδότης — ο η, πληθ. ες, ών, αυτός που δίνει την εντολή, την παραγγελία, συνήθ. εμπορική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγγελέας — ο / παραγγελεύς, ΝΑ νεοελλ. ο παραγγελιοδότης αρχ. μηνυτής, κατήγορος, ενάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ αγγελεύς] … Dictionary of Greek